- αμφίπνευστος
- Ζωολ.όρος που χρησιμοποιείται από ορισμένους συγγραφείς, για να χαρακτηρίσει τα ζώα εκείνα που έχουν την ικανότητα να αναπνέουν τόσο με βράγχια όσο και με πνεύμονες.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμφι-* + -πνευστός < πνέω, πρβλ. αγγλ. amphipneust].
Dictionary of Greek. 2013.